- πρώτη ύλη
- Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που χρησιμοποιούνται για την κίνηση των μηχανών (κάρβουνο, πετρέλαιο, βενζίνη). Από εμπορική άποψη, ο ορισμός της πρώτης ύλης είναι πρακτικά αδύνατος, γιατί ο τυπικός οργανωτικός χαρακτήρας αυτών των προϊόντων υπάρχει μόνο σε σχέση με ορισμένη τεχνική παραγωγής, που από τη φύση της αλλάζει με την επιστημονική πρόοδο. Το ξύλο, για παράδειγμα, έπαψε να αποτελεί πρώτη ύλη της σιδηροβιομηχανίας, ενώ έγινε το ουράνιο μετά τις ανακαλύψεις στο θερμοπυρηνικό πεδίο. Από το άλλο μέρος η νεότερη βιομηχανική δραστηριότητα υποδιαιρεί σε πολυάριθμες επιχειρήσεις την επεξεργασία ενός μόνου εμπορεύματος, με συνέπεια πολλές φορές το προϊόν μιας επιχείρησης να γίνεται πρώτη ύλη μιας άλλης (τα μεταλλικά ελάσματα για τη μηχανουργική βιομηχανία, το θειικό οξύ για τη χημική).
Mέχρι πριν από μερικές δεκαετίες οι χώρες που ήταν περισσότερο προικισμένες σε φυσικούς πόρους φαίνονταν προορισμένες να καταλάβουν πρωτεύουσα θέση στην παγκόσμια οικονομικοπολιτική σκηνή, επειδή ήταν οι μόνες ικανές να επιτύχουν την αυτάρκεια και υψηλό επίπεδο παραγωγής. Αργότερα όμως, η κατάσταση ανετράπη, γιατί η παγκόσμια παραγωγή, και επομένως η προσφορά πρώτων υλών, αυξήθηκε ουσιαστικά, ενώ η ζήτησή τους, εκτός από το πετρέλαιο και μερικά στρατηγικά υλικά, έμεινε στάσιμη ή ελαττώθηκε για ένα σύμπλεγμα αιτίων διαφορετικής φύσης. Aρκεί πραγματικά να σκεφτούμε τη μεγάλη χρησιμοποίηση συνθετικών υλών στη θέση των φυσικών. Η πτώση των τιμών των πρώτων υλών που ακολούθησε, συνοδευόμενη από την άνοδο των τιμών των επεξεργασμένων προϊόντων, προκάλεσε βαθιά κρίση στις χώρες της παραγωγής τους, που είδαν σχεδόν να αποκλείονται τελείως από τα ωφελήματα του διεθνούς εμπορίου. Έτσι σήμερα οι χώρες που ασχολούνται κυρίως με την παραγωγή πρώτων υλών είναι συνήθως εκείνες που έχουν το χαμηλότερο εθνικό εισόδημα και εξαιρετικά υπανάπτυκτη οικονομία.
Συγκομιδή σταριού στη Λευκορωσία (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.